ἄξιος

ἄξιος
ἄξιος, ία, ιον (ος, ον Nonn.D.8.314), for Αγ-τιος,
A counterbalancing, cf.

ἄγω v1

: hence prop. weighing as much, of like value, worth as much as, c. gen.,

βοὸς ἄ. Il.23.885

; νῦν δ' οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος we are not—all together—worth one Hector, 8.234, cf. Hdt. 1.32, 7.21;

πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκεν Il.15.719

; so πολλοῦ ἄ. worth much, X.An.4.1.28, Pl.Smp.185b, etc.;

πλείονος ἄ. Id.Phdr. 235b

, etc.;

πλείστου ἄ. Th.2.65

, Pl.Grg.464d, etc.; παντός, τοῦ παντὸς ἄ., E.Fr.275, Pl.Sph.216c; παντὸς ἄ., c. inf., Ar.Av.797; λόγου ἄ., = ἀξιόλογος, Hdt.1.133, Th.1.73, etc.; σπουδῆς, μνήμης ἄ., Plu.2.35a,172e:—opp. to these are

οὐδενὸς ἄ. Thgn.456

;

ἢ παντὸς ἢ τὸ παράπαν οὐδενός Pl.Phlb.64d

;

ὀλίγου Id.Grg.497b

, etc.;

σμικροῦ Id.R.504d

, etc.;

βραχέος Id.Lg.692c

; μείονος, ἐλάττονος ἄ., X. Vect.4.50, Cyr.2.2.14;

πολλαπλασίου τιμήματος ἄ. κτήσεις Arist.Pol.1306b12

; also εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄ. worth up to a sum of . ., D.27.10.
2 c. dat. pers., σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς 'tis worth a return to thee, i.e. will bring thee a return, Od.1.318;

πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562

;

βασιλεῖ ἂν πολλοῦ ἄξιοι γένοιντο X.An.2.1.14

.
3 abs., worthy, goodly,

ἄξια δῶρα Il.9.261

; ἄ. ὦνος a goodly price, Od.15.429
; ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι it would bring thee a good price, 20.383;

φέροντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε X.Cyr.3.3.2

.
b in [dialect] Att. in an exactly opposite sense, 'good value for the money', i.e. cheap, Ar.Eq.672,895: [comp] Comp., ib.645;

ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Lys.22.18

;

ὡς ἄ. γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ Thphr.Char.3.3

, cf. X.Vect.4.6.
4 deserved, meet, due,

δίκη S.El.298

, X.Oec.12.19;

χάρις Id.HG1.6.11

; ἄξια δράσας ἄξια πάσχων fit suffering for fit deeds, A.Ag.1527, cf. E.Ion735.
5 of persons, οἱ ἑωυτοῦ ἄξιοι those of one's own rank, his peers, Hdt.1.107.
6 sufficient for, c. gen.,

ἄ. τοῦ πολέμου τὰ χρήματα D.14.27

.
7 αἰδοῦς ἀξίαν . . τὴν προθυμίαν μᾶλλον ἢ θράσους more like modesty than rashness, Arist.Cael.291b25.
II after Hom., in moral relation, worthy, estimable, of persons and things, Hdt.7.224, etc.; οὐδὲν ἀξία nothing worth, A.Ch. 445;

ἀξίαν κἀπ' ἀξίων Id.Eu.435

;

ἀξίων γεννητόρων ἤθη φυλάσσεις E. Ion735

.
2 worthy of, deserving, mostly c. gen. rei, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, Id.Med.1124, Or.1326, Heracl.507;

ἐγκωμίων τί ἀξιώτερον ἤ . .; X.Ages.10.3

: c. gen. pers.,

ποιεῖν ἄξια οὔτε ὑμῶν οὔτε πατέρων Th.2.71

;

ἄξιον τοῦ πατρός Isoc.9.80

;

ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Plu.Cim.5

.
b c. gen. rei et dat. pers., ἡμῖν δ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς is worthy of honour at our hands, E.Hec.309;

πολλῶν ἀγαθῶν ἄ. ὑμῖν Ar.Ach.633

;

ἄ. πλείστου Λακεδαιμονίοις Th. 4.81

;

θανάτου τῇ πόλει X.Mem.1.1.1

, cf. 1.2.62;

εἰμὶ δ' οὐ τούτων ὑμῖν ἄ. D.21.217

;

χάριτος ἄ. τῇ πόλει Antipho 6.10

; later

τιμῆς ἄ. παρὰ πάντων Luc.Tox.3

.
3 c. inf., Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄ. worthy to be killed instead of him, Il.14.472, cf. Th.1.76;

τίεσθαι δ' ἀξιώτατος A.Ag.531

;

ἄ. θρήνων τυχεῖν S.Aj.924

; ἄξιοι δουλεύειν only fit to be slaves, Arist.Pol.1254b36; also

ἄ. σέβειν E.Heracl.315

(Elmsl.).
b ἄξιός εἰμι, like δίκαιός εἰμι, I deserve to . .,

ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν Ar.Ec.324

;

ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι X.Cyr.5.4.19

: abs., the inf. being supplied, authorized to act, And.1.132
; ἄ. γάρ, emphatically, Pl.Tht.143e.
c later

ἄ. ἵνα Ev.Jo.1.27

.
4 ἄξιόν [ἐστι] 'tis meet, fit, due,

ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι Il.13.446

;

ἄ. μνήμην ἔχειν Hdt.1.14

: later c. [tense] fut. inf.,

ἄ. διαπορήσειν Did.

in D.9.15.
b c. dat. pers. et inf., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν νο̄ρα 'tis meet for the city, is worth her while . ., Ar.Ach.205;

τί σοι ζῆν ἄξιον; Id.Nu.1074

, cf. Av.548;

ἄξιόν γε πᾶσιν ἐπολολύξαι Id.Eq.616

; freq. in X. as ὡς οὐκ ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ. that it was not meet for him . ., An.2.3.25.
c the inf. is sts. omitted, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι 'tis meet in the eyes of Hellas [so to do], Ar.Ach.8; and sts. the dat., ἄξιόν ἐστι operae pretium est, it is worth while,

ἐνθυμηθῆναι D.1.21

;

γαμεῖν οὐκ ἄξιον E.Alc.628

.
III Adv. ἀξίως, c. gen.,

ἐμάχοντο ἀξίως λόγου Hdt.6.112

;

οὔτε ἑωυτοῦ ἀ. Id.3.125

; οὐκ ἀ. ἀπηγήσιος ibid.;

τῆς ἀσικίας Th.3.39

; ἀ. τοῦ θεοῦ, τῆς θεᾶς, OGI331.9 (Pergam.), Inscr.Magn.33.30, cf. 1 Ep.Thess.2.12: abs., S.OT133, etc.; κολάσετε ἀξίως as they deserve,
Th.3.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • .άξιος — ἄξιος , ἄξιος counterbalancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀξιός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄξιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξιος — counterbalancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • άξιος — α, ο, επίρρ. άξια 1. ικανός, κατάλληλος για κάτι: Είναι άξιος να πετύχει και μεγαλύτερα πράγματα. 2. αντάξιος για κάποιον ή για κάτι: Είναι άξιος θαυμασμού για όσα κατόρθωσε. 3. φρ. «άξιος! άξιος!», αναφώνηση επιδοκιμασίας στη χειροτονία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αξιός — Sp Várdaras Ap Вардар/Vardar makedoniškai Sp Áksijas Ap Αξιός/Aksios graikiškai L u. Makedonijoje ir Š Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ἀξιώτερον — ἄξιος counterbalancing adverbial comp ἄξιος counterbalancing masc acc comp sg ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωτάτων — ἄξιος counterbalancing fem gen superl pl ἄξιος counterbalancing masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωτέρων — ἄξιος counterbalancing fem gen comp pl ἄξιος counterbalancing masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιώτατα — ἄξιος counterbalancing adverbial superl ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”